ανεμοσκόρπιστος

ανεμοσκόρπιστος
-η, -ο
αυτός που τον σκορπά ο άνεμος, αυτός που εξαφανίζεται ξαφνικά: Χωρίς να το καταλάβω γίνηκε ανεμοσκόρπιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοσκόρπιστος — η, ο σκορπισμένος εδώ κι εκεί, ασωτεμένος, σπαταλημένος, ξοδεμένος άσκοπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”